- καταφέγγω
- καταφέγγω,A illuminate, in [voice] Pass., Max.Tyr.19.6.2 dazzle, overpower by oratorical brilliance, Longin.34.4 (prob.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταφέγγω — (Α) (επιτ. τ. τού φέγγω) 1. φέγγω, φωτίζω 2. καταπλήσσω, θαμπώνω με τη ρητορική μου δεινότητα … Dictionary of Greek
καταυγάζω — (AM καταυγάζω) καταφωτίζω, καταλάμπω, καταφέγγω, λάμπω ζωηρά μσν. αρχ. (αμτβ.) φέγγω, φωτίζω, λάμπω αρχ. 1. (για τον ήλιο ή τη σελήνη) θαμπώνω με τη λάμψη μου 2. μέσ. καταυγάζομαι ατενίζω, στρέφω το βλέμμα σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αὐγάζω … Dictionary of Greek